- ρόδακας
- ογλυπτό κόσμημα με τη μορφή σχηματοποιημένου τριαντάφυλλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρόδακας — και λόγιος τ. ρόδαξ, ο, Ν 1. μικρό τριαντάφυλλο, τριανταφυλλάκι 2. βοτ. ακτινωτή διάταξη τών φύλλων ορισμένων φυτών από κοντό βλαστό πάνω στην επιφάνεια τού εδάφους, όπως λ.χ. τού ραδικιού 3. γλυπτό κόσμημα σε σχήμα μικρού τριαντάφυλλου 4. (στη… … Dictionary of Greek
αντίδι — Φυτό ποώδες της οικογένειας των συνθέτων. Τα παράρριζά του σχηματίζουν σφαιρικό ρόδακα από το κέντρο του οποίου αναπτύσσεται ο ανθοφόρος βλαστός ύψους μέχρι 1 μ., με άνθη κυανά ή λευκά. Κατάγεται από τη μεσογειακή ζώνη, ή ίσως και από την Ινδία,… … Dictionary of Greek
βρούβα — Μονοετής πόα της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία βουνιάς η ερουκώδης. Αναπτύσσει πολύκλαδο στέλεχος ύψους 30 60 εκ., με φύλλα επιφυή, προμήκη, ακέραια ή οδοντωτά, ενώ τα κατώτερα φύλλα είναι πτεροσχιδή, κατά… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
πράσινος — η, ο / πράσινος, η, ον και πράσινος, ον, ΝΑ [πράσον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού πράσου, τού νωπού χόρτου, δηλαδή το χρώμα που προκύπτει από τη μίξη τού κίτρινου και τού κυανού 2. το ουδ. ως ουσ. το πράσινο(ν) το σύνολο τών φυτών, η βλάστηση ή … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήρας — Το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο Θήρας ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αι., για να στεγάσει τα πλούσια ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές που διενεργούνταν στην αρχαία Θήρα από το 1896. Το κτίριο του πρώτου μουσείου καταστράφηκε από το μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μπορομίνι — (Borromini, Μπισόνε, Λουγκάνο 1599 – Ρώμη 1667). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού αρχιτέκτονα Φραντσέσκο Καστέλι. Νεαρότατος ακόμα έφτασε στη Ρώμη και εργάστηκε ως λιθοξόος κοντά στον μακρινό συγγενή του Μαντέρνο. Γύρω στο 1628 υιοθέτησε το… … Dictionary of Greek
κονκάρδα — κονκάρδα, η και κογκάρδα, η και κοκάρδα, η (λ. ιταλ. ή γαλλ.) 1. μικρός ρόδακας στο καπέλο ή στην κουμπότρυπα που φέρεται ως σήμα. 2. το εθνόσημο στα στρατιωτικά πηλήκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)